κινύρομαι: Difference between revisions
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κινυρός]]. | |mltxt=[[κινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κινυρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῐνύρομαι:''' [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· [[βγάζω]] θρηνώδη [[φωνή]], [[οδύρομαι]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>χαλινοὶ κινύρονται φόνον</i>, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], only pres. and impf. (unless the aor. κινύρατο be read in Mosch.3.43):—
A utter a plaintive sound, lament, Ar.Eq.11, A.R. 1.292; οἰκτρὰ κινυρομένη Opp.C.3.217; πολλὰ κ. Q.S.6.81, al. 2 c.acc. pers., bewail, τινα Call.Ap.20. 3 once in Trag., c. acc. cogn., κινύρονται φόνον χαλινοί (L. Dind. μινύρονται ex Hsch.) the bridles ring murderously, A.Th.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1441] nur praes. u. impf., klagen, jammern; VLL. erkl. θρηνεῖν, κλαίειν; übh. einen traurigen Ton von sich geben od. einen Unheil verkündenden, wie Aesch. sagt κινύρονται φόνον χαλινοί, sie klirren Mord, Spt. 116; τί κινυρόμεθ' ἄλλως, Ar. Equ. 13; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 292; οἰκτρὰ κινυρομένη Agath. 7 (V, 289), wie Opp. Cyn. 3, 216; auch c. acc. der Person, οὐδὲ Θέτις Ἀχιλῆα κινύρεται αἴλινα μήτηρ Callim. Apoll. 20. betrauern.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύρομαι: ῡ, ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἐκτός ἂν ὁ ἀόρ. κινύρατο μείνῃ ὡς ἀόρ. παρὰ τῷ Μοσχ. 3. 43)· ― ἐκπέμπω θρηνώδη φωνήν, θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 292· οἰκτρὰ κινυρομένη Ὀππ. Κυν. 3. 217· πολλὰ κ. Κόϊντ. Σμ., κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, κλαίω, τινα Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 20. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον (Λ. Δινδ. μινύρονται ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), οἱ χαλινοὶ κροτοῦσι δηλοῦντες φόνον, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. βλέπειν φόνον, Ἄρη, κλπ.)· οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 intr. se lamenter, gémir;
2 fig. faire retentir : χαλινοὶ κινύρονται φόνον ESCHL les mors résonnent d’un bruit de meurtre.
Étymologie: κινυρός.
Greek Monolingual
κινύρομαι (Α)
1. θρηνώ, οδύρομαι
2. θρηνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινυρός.
Greek Monotonic
κῐνύρομαι: [ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· βγάζω θρηνώδη φωνή, οδύρομαι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.