φυλλόστρωτος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον και [[φυλλοστρώς]], -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α<br />στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», <b>Ευρ.</b><br />β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στόρνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>]. | |mltxt=-ον και [[φυλλοστρώς]], -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α<br />στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», <b>Ευρ.</b><br />β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στόρνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A made of leafy branches, χαμεῦναι E.Rh.9 (anap.): leaf-strewn, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.Ep. 3.
German (Pape)
[Seite 1315] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jonché de feuilles.
Étymologie: φύλλον, στρώννυμι.
Greek Monolingual
-ον και φυλλοστρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ.
β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].
Greek Monotonic
φυλλόστρωτος: -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.