σπορητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]] που έχει σπαρεί<br /><b>2.</b> η [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] σπορτου [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>η</i>)<i>τός</i>, [[κατά]] τα [[ἀλοητός]], <i>ἀμητός</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]] που έχει σπαρεί<br /><b>2.</b> η [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] σπορτου [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>η</i>)<i>τός</i>, [[κατά]] τα [[ἀλοητός]], <i>ἀμητός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπορητός:''' -οῦ, ὁ ([[σπορά]]),<br /><b class="num">1.</b> σπαρμένα [[σιτηρά]], [[σιτηρά]] που φύονται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> η [[σπορά]] σιτηρών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορητός Medium diacritics: σπορητός Low diacritics: σπορητός Capitals: ΣΠΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: sporētós Transliteration B: sporētos Transliteration C: sporitos Beta Code: sporhto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sown corn, growing corn, A.Ag.1392.    2 sowing of corn, τὸν σ. διακωλύειν X.HG4.6.13; also σ. ὀσπρίων Thphr.HP8.2.8.    3 seed-time, Hp.Hebd.4 (σποράτος cod.).

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, die Saat; Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητός, Aesch. Ag. 1365; ἕως τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ, Xen. Hell. 4, 6, 13, das Säen.

Greek (Liddell-Scott)

σπορητός: -οῦ, ὁ, σῖτος ἐσπαρμένος, σῖτος φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἄμητος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 ensemencement;
2 semence.
Étymologie: σπορά.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το σιτάρι που έχει σπαρεί
2. η σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω + -(η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός].

Greek Monotonic

σπορητός: -οῦ, ὁ (σπορά),
1. σπαρμένα σιτηρά, σιτηρά που φύονται, σε Αισχύλ.
2. η σπορά σιτηρών, σε Ξεν.