δυσθεράπευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθεράπευτος Medium diacritics: δυσθεράπευτος Low diacritics: δυσθεράπευτος Capitals: ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dystherápeutos Transliteration B: dystherapeutos Transliteration C: dystherapeftos Beta Code: dusqera/peutos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A hard to cure, Hp.Medic.10, S.Aj.609 (lyr.); εὐήθεια Ph.1.334.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu heilen, Hippocr.; schwer zu warten, zu behandeln, Ajas, Soph. Ai. 603.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεράπευτος: -ον, δυσίατος, Ἱππ. 21. 26, Σοφ. Αἴ. 609.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à soigner, à guérir.
Étymologie: δυσ-, θεραπεύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1medic. difícil de curar, incurable ἕλκος Hp.Medic.10, Gal.8.391, 13.477, ἀλωπεκία Asclep. en Gal.12.410, Heras en Gal.12.400, διάθεσις Gal.12.981, cf. Gr.Naz.M.36.408B, νόσος Eus.DE 4.10, Heph.Astr.3.31.8, σταφυλώματα Aët.7.36, cf. Gal.12.203, Vett.Val.202.30, Paul.Al.95.3, Alex.Trall.1.349.12, ἐμφυσήματα Aët.2.24
de pers. que tiene una herida incurable Αἴας S.Ai.609, cf. Antyll. en Orib.50.2.1, 50.2.2.
2 de abstr., fig. difícil de remediar o solucionar εὐήθεια Ph.1.334, δειλία Ph.1.375, λῦπαι Epist.Char.p.33.3, ἀμαθία, νόσος δ. Ph.2.376, cf. Chrys.M.62.724
difícil de dirimir φιλονεικίαι Gr.Nyss.Or.Dom.7.12
difícil de arreglar τὸ σχίσμα (τοῦ χιτῶνος) Gr.Nyss.Hom.in Cant.329.6
tb. de pers. difícil de redimir de los falsos cristianos, Ign.Eph.7.1.
II adv. -ως en forma difícil de curar δ. ἔχοντας τὰ σώματα Ammon.Diff.29.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσθεράπευτος, -ον)
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.

Greek Monotonic

δυσθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.