ἀποματαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποματαΐζω]] (Α) [[ματαΐζω]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[απρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[πέρδομαι]].
|mltxt=[[ἀποματαΐζω]] (Α) [[ματαΐζω]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[απρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[πέρδομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποματᾰΐζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰτᾰΐζω Medium diacritics: ἀποματαΐζω Low diacritics: αποματαΐζω Capitals: ΑΠΟΜΑΤΑΪΖΩ
Transliteration A: apomataḯzō Transliteration B: apomataizō Transliteration C: apomataizo Beta Code: a)pomatai/+zw

English (LSJ)

   A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.

French (Bailly abrégé)

euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.

Spanish (DGE)

peerseἌμασις ... ἐπάρας ἀπεματάϊσε Hdt.2.162, ἐπάρας τὸ σκέλος ἀπεματάϊσε Fauorin.Fr.15, cf. Tz.Comm.Ar.1.144.18.

Greek Monolingual

ἀποματαΐζω (Α) ματαΐζω
1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια
2. πέρδομαι.

Greek Monotonic

ἀποματᾰΐζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, σε Ηρόδ.