Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίπερκνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπερκνος]], -ον και [[ἐπίπερκος]], -ον (Α) [[περκνός]]<br />[[μαυρειδερός]], μελανόχρωμος, [[κυρίως]] για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το [[χρώμα]] μερικών [[λαγών]] («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]<br />οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐπίπερκνος]], -ον και [[ἐπίπερκος]], -ον (Α) [[περκνός]]<br />[[μαυρειδερός]], μελανόχρωμος, [[κυρίως]] για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το [[χρώμα]] μερικών [[λαγών]] («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]<br />οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπερκνος:''' -ον, αυτός που είναι κάπως [[σκούρος]], λέγεται για το [[χρώμα]] συγκεκριμένων [[λαγών]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπερκνος Medium diacritics: ἐπίπερκνος Low diacritics: επίπερκνος Capitals: ΕΠΙΠΕΡΚΝΟΣ
Transliteration A: epíperknos Transliteration B: epiperknos Transliteration C: epiperknos Beta Code: e)pi/perknos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noirâtre.
Étymologie: ἐπί, περκνός.

Greek Monolingual

ἐπίπερκνος, -ον και ἐπίπερκος, -ον (Α) περκνός
μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]
οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίπερκνος: -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.