εὐτείχεος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]] («Τροίην ἐϋτείχεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), ομηρ. [[τύπος]] του <i>ευ</i>-<i>τειχής</i> για μετρικούς λόγους]. | |mltxt=εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]] («Τροίην ἐϋτείχεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), ομηρ. [[τύπος]] του <i>ευ</i>-<i>τειχής</i> για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (τεῖχος)
A well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
English (Autenrieth)
metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.
Greek Monolingual
εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.