λαισήϊον: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαισήιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήιον</i>, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήιον</i>), και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λάσιος]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως]. | |mltxt=[[λαισήιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήιον</i>, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήιον</i>), και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λάσιος]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαισήϊον:''' τό ([[λάσιος]]), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης <i>ἀσπίδος</i>, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A animal's skin with hair left on, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Il.5.453 = 12.426, cf. Scol.28.2: used by the Cilicians, Hdt.7.91.
German (Pape)
[Seite 7] τό, eine Art Schild, Tartsche, von ἀσπίς unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von λάσιος ableiten wollten, während Andere an λαιός denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.
Étymologie: cf. λάσιος.
Greek Monolingual
λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ-ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].
Greek Monotonic
λαισήϊον: τό (λάσιος), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης ἀσπίδος, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.