πλωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλωτικός]], -όν, ΝΑ [[πλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλωτική</i><br /><i>η</i> [[επιδεξιότητα]] στην [[πλεύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πλωτικός]]<br />[[έμπειρος]] [[ναύτης]], [[θαλασσινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλωτικὸς [[ἄνθρωπος]]» — [[εφοπλιστής]], [[ιδιοκτήτης]] πλοίου.
|mltxt=-ή, -ό / [[πλωτικός]], -όν, ΝΑ [[πλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλωτική</i><br /><i>η</i> [[επιδεξιότητα]] στην [[πλεύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πλωτικός]]<br />[[έμπειρος]] [[ναύτης]], [[θαλασσινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλωτικὸς [[ἄνθρωπος]]» — [[εφοπλιστής]], [[ιδιοκτήτης]] πλοίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλωτικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] στη ναυτική [[τέχνη]], [[ναύτης]], σε Πλάτ., Πλούτ.· επίσης, [[ναύκληρος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωτικός Medium diacritics: πλωτικός Low diacritics: πλωτικός Capitals: ΠΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plōtikós Transliteration B: plōtikos Transliteration C: plotikos Beta Code: plwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A seafaring, Pl.Ax.368b, Phld.Rh.1.342 S., Plu.2.27b, etc.; π. ἄνθρωτοι shipowners, Id.Cat.Mi.61.

German (Pape)

[Seite 639] zur Schifffahrt, zum Schiffen, Schwimmen gehörig, geeignet, geschickt, οἱ πλ., Seeleute; Plat. Ax. 368 b; Plut. Symp. 2, 1, 2 Cat. min. 61 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλωτικός: -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, ναύτης, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· ὡσαύτως ναύκληρος, κύριος τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s’adonne à la navigation : οἱ πλωτικοί les gens de mer ; ὁ πλωτικός armateur, propriétaire de navire.
Étymologie: πλώω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλωτικός, -όν, ΝΑ πλωτός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική
η επιδεξιότητα στην πλεύση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. πλωτικός
έμπειρος ναύτης, θαλασσινός
2. φρ. «πλωτικὸς ἄνθρωπος» — εφοπλιστής, ιδιοκτήτης πλοίου.

Greek Monotonic

πλωτικός: -ή, -όν, επιδέξιος στη ναυτική τέχνη, ναύτης, σε Πλάτ., Πλούτ.· επίσης, ναύκληρος, σε Πλούτ.