διερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(9)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διερείδομαι]]) [[ερείδω]]<br /><b>μέσ.</b> στηρίζομαι, [[ακουμπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αντιστέκομαι]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], [[χωριστά]].
|mltxt=(AM [[διερείδομαι]]) [[ερείδω]]<br /><b>μέσ.</b> στηρίζομαι, [[ακουμπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αντιστέκομαι]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], [[χωριστά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διερείδομαι:''' μέλ. <i>-είσομαι</i>, Μέσ., γέρνω, [[κλίνω]] πάνω σε, στηρίζομαι, [[ακουμπώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.