ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δαγκώνει με [[οξύτητα]] ή με [[δύναμη]] («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»)].
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δαγκώνει με [[οξύτητα]] ή με [[δύναμη]] («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδήκτωρ Medium diacritics: ὠκυδήκτωρ Low diacritics: ωκυδήκτωρ Capitals: ΩΚΥΔΗΚΤΩΡ
Transliteration A: ōkydḗktōr Transliteration B: ōkydēktōr Transliteration C: okydiktor Beta Code: w)kudh/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].

Greek Monotonic

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.