διαμικρολογέομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[conducirse con resentimiento]] πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.<i>Sol</i>.30. | |dgtxt=[[conducirse con resentimiento]] πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.<i>Sol</i>.30. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαμῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] με [[μικρότητα]], [[αντιμετωπίζω]] με [[μικροπρέπεια]], [[πρός]] τινα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.
Spanish (DGE)
conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.
Greek Monotonic
διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.