ἐπιθαλασσίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιθαλασσίδιος]] και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)<br />ο [[επιθαλάσσιος]]. | |mltxt=[[ἐπιθαλασσίδιος]] και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)<br />ο [[επιθαλάσσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιθᾰλασσίδιος:''' Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐπιθαλαττίδιος, ον, = sq., Th.4.76, X.HG3.4.28, Pl.Lg.704b, etc.; ἐπιθαλαττιαῖος is prob. f.l. in Str.2.1.16, 3.4.20.
German (Pape)
[Seite 942] att. -ττίδιος, = Folgdm, auch 3. End.; πόλεις Xen. Hell. 3, 4, 28; αἱ Σίφαι εἰσὶ ἐπιθαλασσίδιοι Thuc. 4, 76; Ggstz χερσαῖος Plat. Legg. IV, 704 b; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.
Greek Monolingual
ἐπιθαλασσίδιος και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
ο επιθαλάσσιος.
Greek Monotonic
ἐπιθᾰλασσίδιος: Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν.