ἀφιλοχρηματία: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀφιλοχρηματία]])<br />η [[καταφρόνηση]] των χρημάτων. | |mltxt=η (AM [[ἀφιλοχρηματία]])<br />η [[καταφρόνηση]] των χρημάτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφῐλοχρηματία:''' ἡ, [[περιφρόνηση]] χρημάτων, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A contempt for riches, Plu.Comp.Ag.Gracch.1, Socr.Ep.5.2:— hence Adj. ἀφῐλό-ᾰτος, ον, Ph.2.458, Eun.Hist.p.243 D.
German (Pape)
[Seite 412] ἡ, Verachtung des Reichthums, Plut. Comp. Ag. et Graech. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλοχρηματία: ἡ, καταφρόνησις τῶν χρημάτων, Πλουτ. Ἄιγιδος καὶ Γράκχ. Σύγκρ. 1: - τὸ ἐπίθ. ἀφῐλοχρήματος, ον, Εὐνάπ. σ. 44.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mépris ou indifférence pour les richesses.
Étymologie: ἀ, φιλοχρήματος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desprecio de las riquezas o bienes materiales ἡ Γράγχων ἀ. Plu.Comp.TG CG 1, προσδεῖται πόλεμος καρτερίας καὶ ἀφιλοχρηματίας Socr.Ep.5.2.
Greek Monolingual
η (AM ἀφιλοχρηματία)
η καταφρόνηση των χρημάτων.
Greek Monotonic
ἀφῐλοχρηματία: ἡ, περιφρόνηση χρημάτων, σε Πλούτ.