ἐπάργεμος: Difference between revisions
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπάργεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[άργεμο]], δηλ. λευκή [[κηλίδα]] στο [[μάτι]], [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ασαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άργεμον</i> «λευκή [[κηλίδα]] στο [[μάτι]]»]. | |mltxt=[[ἐπάργεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[άργεμο]], δηλ. λευκή [[κηλίδα]] στο [[μάτι]], [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ασαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άργεμον</i> «λευκή [[κηλίδα]] στο [[μάτι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπάργεμος:''' -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο [[μάτι]], [[λευκή]] [[κηλίδα]] (= [[λεύκωμα]])· μεταφ., [[σκοτεινός]], συγκεχυμένος, [[ασαφής]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A having a film over the eye, Arist.HA609b16, 620a1. II metaph., dim, obscure, σήματα, θέσφατα, λόγοι, A.Pr.499, Ag.1113, Ch.665.
German (Pape)
[Seite 904] mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, θέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάργεμος: -ον, ὁ ἔχων λεύκωμα, ἤτοι λευκὴν κηλῖδα, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ἢ ὁ τετυφλωμένος ὑπὸ λευκωμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 22., 9. 34, 5, Πολυδ. Β΄, 65, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφ., σκοτεινός, ἀσαφής, σήματα, θέσφατα, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 499, Ἀγ. 1113, Χο. 665.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint d’une tache blanche sur l’œil ; fig. obscur.
Étymologie: ἐπί, ἄργεμος.
Greek Monolingual
ἐπάργεμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός
2. σκοτεινός, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].
Greek Monotonic
ἐπάργεμος: -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο μάτι, λευκή κηλίδα (= λεύκωμα)· μεταφ., σκοτεινός, συγκεχυμένος, ασαφής, σε Αισχύλ.