κατάζευξις: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάζευξις]], ἡ (AM) [[καταζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[σύζευξη]] ανδρογύνου<br /><b>2.</b> [[στρατοπέδευση]].
|mltxt=[[κατάζευξις]], ἡ (AM) [[καταζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[σύζευξη]] ανδρογύνου<br /><b>2.</b> [[στρατοπέδευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάζευξις:''' -εως, ἡ, [[σύζευξη]]· αντίθ. προς το [[ἀνάζευξις]], [[στρατοπέδευση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάζευξις Medium diacritics: κατάζευξις Low diacritics: κατάζευξις Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katázeuxis Transliteration B: katazeuxis Transliteration C: katazefksis Beta Code: kata/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c.    II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Ggstz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.

Greek (Liddell-Scott)

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’atteler, d’accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.

Greek Monolingual

κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.