ἱστουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱστουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[υφαντουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>). | |mltxt=[[ἱστουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[υφαντουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱστουργός:''' ὁ ή ἡ (*[[ἔργω]]), εργαζόμενος στον αργαλειό, [[υφαντουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ or ἡ,
A worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.
German (Pape)
[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.
Greek Monolingual
ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).
Greek Monotonic
ἱστουργός: ὁ ή ἡ (*ἔργω), εργαζόμενος στον αργαλειό, υφαντουργός.