μυλωθρός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυλωθρός]], θηλ. [[μυλωθρίς]], -[[ίδος]])<br />[[ιδιοκτήτης]] μύλου σιτηρών, [[μυλωνάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που δουλεύει σε αλευρόμυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυλωθρός]], -<i>όν</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μυλωθρίς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]]. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[μυλόω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)].
|mltxt=ο (Α [[μυλωθρός]], θηλ. [[μυλωθρίς]], -[[ίδος]])<br />[[ιδιοκτήτης]] μύλου σιτηρών, [[μυλωνάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που δουλεύει σε αλευρόμυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυλωθρός]], -<i>όν</i><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Μυλωθρίς</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]]. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[μυλόω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠλωθρός:''' ὁ ([[μύλη]]), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλωθρός Medium diacritics: μυλωθρός Low diacritics: μυλωθρός Capitals: ΜΥΛΩΘΡΟΣ
Transliteration A: mylōthrós Transliteration B: mylōthros Transliteration C: mylothros Beta Code: mulwqro/s

English (LSJ)

ὁ, (μύλη)

   A miller who keeps slaves to work his mill, Din. 1.23, D.53.14, Arist.Ath.51.3, IG2.3566, Poll.7.180: fem., = μυλωθρίς, Sch.Ar. Pax258, Hsch. s.v. ἀλετρίς.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ (auch μύλωθρος), ver Müller, Mühlenmeister, welcher Sklaven zum Mahlen hält, Dem. 53, 14; Din. 1, 23; nach Suid. ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος; vgl. Ath. IV, 168 a XIV, 619 b; D. L. 9, 59; Poll. 7, 180. – Auch adj., zur Mühle, zum Mahlen gehörig, ᾠδή, Lied, beim Mahlen gesungen.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωθρός: ὁ, (μύλη) «μυλωνᾶς», ὅστις διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, Πολυδ. Ζ΄, 180. - Κατὰ Σουΐδ.: «μυλωθρός, ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = μυλωθρίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne le travail de la meule.
Étymologie: μύλη, ὠθέω.

Greek Monolingual

ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, -ίδος)
ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς
νεοελλ.
εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο
αρχ.
1. ως επίθ. μυλωθρός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Μυλωθρίς
τίτλος κωμωδίας του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρος. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μυλόω (πρβλ. νω-θρός)].

Greek Monotonic

μῠλωθρός: ὁ (μύλη), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ.