δίλοφος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίλοφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές<br /><b>2.</b> (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] λόφους, [[διπλή]] [[κορυφή]], λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοφος Medium diacritics: δίλοφος Low diacritics: δίλοφος Capitals: ΔΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dílophos Transliteration B: dilophos Transliteration C: dilofos Beta Code: di/lofos

English (LSJ)

ον,

   A double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.

German (Pape)

[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.

Greek (Liddell-Scott)

δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.

Greek Monotonic

δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.