παλινδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλινδίνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφεται [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]] («[[παλινδίνητος]] [[θάλασσα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλινδίνητον<br />συνεχές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>δινῶ</i> «[[περιστρέφω]], [[στροβιλίζω]]»].
|mltxt=[[παλινδίνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφεται [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]] («[[παλινδίνητος]] [[θάλασσα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλινδίνητον<br />συνεχές».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>δινῶ</i> «[[περιστρέφω]], [[στροβιλίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλινδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδίνητος Medium diacritics: παλινδίνητος Low diacritics: παλινδίνητος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: palindínētos Transliteration B: palindinētos Transliteration C: palindinitos Beta Code: palindi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A whirling round and round, θάλασσα AP9.73 (Antiphil.); κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.

German (Pape)

[Seite 450] hin und her wirbelnd; θάλασσα, Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο ἀνάγκη, Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδίνητος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν πρὸς τὰ ὀπίσω δινούμενος, θάλασσα Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην αὐτόθι 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tournoie sur soi-même;
2 qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δινέω.

Greek Monolingual

παλινδίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσωπαλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω
3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον
συνεχές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].

Greek Monotonic

πᾰλινδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.