ἱεροσυλία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱεροσυλία]]) [[ιερόσυλος]]<br />[[διαρπαγή]] ή [[κλοπή]] ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, [[σκύλευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανοσιούργημα]], [[μεγάλη]] [[ανευλάβεια]], [[ασεβής]] [[πράξη]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱεροσυλία]]) [[ιερόσυλος]]<br />[[διαρπαγή]] ή [[κλοπή]] ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, [[σκύλευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανοσιούργημα]], [[μεγάλη]] [[ανευλάβεια]], [[ασεβής]] [[πράξη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροσῡλία:''' ἡ, [[βεβήλωση]] ιερού, [[σύληση]] ναού, [[ιεροσυλία]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:17, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλία Medium diacritics: ἱεροσυλία Low diacritics: ιεροσυλία Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: hierosylía Transliteration B: hierosylia Transliteration C: ierosylia Beta Code: i(erosuli/a

English (LSJ)

ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Greek Monotonic

ἱεροσῡλία: ἡ, βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.