φαιδρόνους: Difference between revisions

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[εύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]] / [[νόος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σοφό</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[εύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]] / [[νόος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σοφό</i>-[[νους]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φαιδρόνους:''' -ουν, με λαμπρό εύθυμο [[φρόνημα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν,

   A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.