δεξιόσειρος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεξιόσειρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ([[ίππος]]) ο δεμένος στα [[δεξιά]] του τεθρίππου άρματος, ο [[οποίος]] δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον [[ζυγό]], [[αλλά]] έξω απ' αυτόν, σε [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[ορμητικός]], [[ζωηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σειρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]].
|mltxt=[[δεξιόσειρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ([[ίππος]]) ο δεμένος στα [[δεξιά]] του τεθρίππου άρματος, ο [[οποίος]] δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον [[ζυγό]], [[αλλά]] έξω απ' αυτόν, σε [[σκοινί]]<br /><b>2.</b> [[ορμητικός]], [[ζωηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σειρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεξιόσειρος:''' ὁ, ζευγμένος με [[χαλινάρι]] στη [[δεξιά]] [[πλευρά]], λέγεται για το τρίτο [[άλογο]] που υπήρχε [[εκτός]] του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, [[ζωηρός]], [[θυμοειδής]], [[ορμητικός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιόσειρος Medium diacritics: δεξιόσειρος Low diacritics: δεξιόσειρος Capitals: ΔΕΞΙΟΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: dexióseiros Transliteration B: dexioseiros Transliteration C: deksioseiros Beta Code: decio/seiros

English (LSJ)

ἵππος, ὁ,

   A right-hand trace-horse in team of four, which did the hardest work: hence, generally, vigorous, impetuous, S.Ant.140 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 547] ἵππος, das Pferd im Viergespann, welches nicht wie die beiden mittleren am Joch, sondern am Seil (σειρά) zog; es wurden dazu die besten Pferde genommen, weil in der Rennbahn linkshin umgelenkt wurde, das rechte Pferd also den größten Bogen machen mußte; so heißt Ἄρης Soph. Ant. 140, als muthiger u. kräftiger Genosse.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj.
qui est à la droite d’un attelage en parl. d’un 3ᵉ cheval à la droite de la paire attelée, et qui, n’étant pas assujetti au joug, était plus ardent ; ardent, impétueux (avec l’idée de dieu propice, au double sens de δεξιός, en parl. d’Arès.
Étymologie: δεξιός, σειρά.

Spanish (DGE)

-ον
auxiliador, socorredor o quizá impetuoso, vigoroso Ἄρης S.Ant.140, cf. Sch.ad loc.
(sc. ἵππος) el caballo de tirantes situado a la derecha en un tronco de cuatro, el que más esfuerzo realiza, Plu.2.287a
mal interpr. como diestro Eust.675.41.

Greek Monolingual

δεξιόσειρος, ο (Α)
1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά του τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ' αυτόν, σε σκοινί
2. ορμητικός, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -σειρος < σειρά.

Greek Monotonic

δεξιόσειρος: ὁ, ζευγμένος με χαλινάρι στη δεξιά πλευρά, λέγεται για το τρίτο άλογο που υπήρχε εκτός του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, ζωηρός, θυμοειδής, ορμητικός, σε Σοφ.