ἀντεπεξέρχομαι: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀντεπεξέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, [[αντιμετωπίζω]] με [[επιτυχία]], τα [[βγάζω]] [[πέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεπιτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επεξέρχομαι]]. Ο τ. [[ανταπεξέρχομαι]] —με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>-σε -<i>α</i>- ή από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>από</i>- ([[αντί]] <i>επί</i>)— χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του ορθού [[αντεπεξέρχομαι]]]. | |mltxt=(Α [[ἀντεπεξέρχομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταποκρίνομαι]] σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, [[αντιμετωπίζω]] με [[επιτυχία]], τα [[βγάζω]] [[πέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεπιτίθεμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επεξέρχομαι]]. Ο τ. [[ανταπεξέρχομαι]] —με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>-σε -<i>α</i>- ή από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το προρρηματικό <i>από</i>- ([[αντί]] <i>επί</i>)— χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του ορθού [[αντεπεξέρχομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντεπεξέρχομαι:''' = [[ἀντεπέξειμι]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ἀντεπέξειμι, ib.131, Aristid.1.149J.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἔρχομαι), dass., Thuc. 4, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπεξέρχομαι: ἀντεπέξειμι, Θουκ. 4. 131, Ἀριστείδ. 1 149.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἀντεπεξελθών;
c. ἀντεπέξειμι.
Spanish (DGE)
1 salir a su vez al encuentro τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149
•abs. Th.4.131.
2 vengarse κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.
Greek Monolingual
(Α ἀντεπεξέρχομαι)
νεοελλ.
ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα
αρχ.
αντεπιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι —με εξακολουθητική αφομοίωση του -ε-σε -α- ή από παρετυμολογική σύνδεση με το προρρηματικό από- (αντί επί)— χρησιμοποιείται συχνά αντί του ορθού αντεπεξέρχομαι].
Greek Monotonic
ἀντεπεξέρχομαι: = ἀντεπέξειμι, σε Θουκ.