ἀντίπετρος: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίπετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του [[Διός]]) αυτός που αντικαταστάθηκε με [[πέτρα]] (πρόκειται για την [[πέτρα]] που κατάπιε ο [[Κρόνος]]). | |mltxt=[[ἀντίπετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πέτρα]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του [[Διός]]) αυτός που αντικαταστάθηκε με [[πέτρα]] (πρόκειται για την [[πέτρα]] που κατάπιε ο [[Κρόνος]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίπετρος:''' -ον, όμοιος με [[πέτρα]], [[πετρώδης]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A like stone, rocky, S.OC192 codd. (lyr.). II in Theoc.Syrinx 2 (acc. to Sch.), exchanged for a stone, of Zeus in his infancy.
German (Pape)
[Seite 258] (πέτρα), wie ein Fels, βῆμα Soph. O. C. 192; felsenähnlich, hart, μαίας Syrinx Theocr. (XV, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπετρος: -ον, «ἰσόπετρος» (Σχόλ.) ἢ ὅμοιος πέτρα, «βραχώδης», μηκέτι τοῦδ’ ἀντιπέτρου βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς, «ὅτι ἀντὶ πέτρας χαλκοῦν ἦν» (Σχόλ.)· ἡ εἰκασία αὐτοπέτρου εἶναι μὲν ἐπιτυχής, οὐχὶ δὲ καὶ ἀναγκαία, ἀλλ’ ὁ Jebb παρέλαβεν αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 192· πρβλ. ἀντίθεος, κτλ. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Διός, μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θεὸν τέκεν ἰθυντῆρα, «μαῖαν δὲ ἀντιπέτρου φησὶ τὴν αἶγα· ἀντίπετρος μὲν γὰρ ὁ Ζεύς, ἐπειδὴ ἀντὶ αὐτοῦ πέτρος ἐδόθη τῷ Κρόνῳ, ἐτράφη δὲ ὑπὸ αἰγὸς τῆς Ἀμαλθείας» (Σχόλ.), Θεοκρ. Σῦριγξ Ἀνθ. Π. 15. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à un roc, de roc, sel. d’autres adossé à un rocher.
Étymologie: ἀντί, πέτρα.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es como una roca, βῆμα S.OC 192.
2 cambiado por una piedra de Zeus cuando era niño, Theoc.Syr.2.
Greek Monolingual
ἀντίπετρος, -ον (Α)
1. όμοιος με πέτρα
2. (επίθ. του Διός) αυτός που αντικαταστάθηκε με πέτρα (πρόκειται για την πέτρα που κατάπιε ο Κρόνος).