ἀπόδερμα: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόδερμα]], το (Α)<br />[[προβιά]], [[τομάρι]].
|mltxt=[[ἀπόδερμα]], το (Α)<br />[[προβιά]], [[τομάρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόδερμα:''' -ατος, τό ([[ἀποδέρω]]), [[δέρμα]] που έχει αφαιρεθεί με [[εκδορά]], [[τομάρι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδερμα Medium diacritics: ἀπόδερμα Low diacritics: απόδερμα Capitals: ΑΠΟΔΕΡΜΑ
Transliteration A: apóderma Transliteration B: apoderma Transliteration C: apoderma Beta Code: a)po/derma

English (LSJ)

   A v. ἀπόδαρμα.

German (Pape)

[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.

Greek Monolingual

ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.

Greek Monotonic

ἀπόδερμα: -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά, τομάρι, σε Ηρόδ.