ἀπημοσύνη: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπημοσύνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συμφοράς, [[ασφάλεια]], [[ακεραιότητα]]<br /><b>2.</b> [[αθωότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πημονή]], [[παράλληλος]] τ. της λ. [[πήμα]]]. | |mltxt=[[ἀπημοσύνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συμφοράς, [[ασφάλεια]], [[ακεραιότητα]]<br /><b>2.</b> [[αθωότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πημονή]], [[παράλληλος]] τ. της λ. [[πήμα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπημοσύνη:''' ἡ ([[ἀπήμων]]), [[έλλειψη]] βλάβης, [[ακεραιότητα]], [[υγεία]], σε Θεόγν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from harm, safety, Thgn.758, IG12(5).215 (Paros). 2 harmlessness, Opp.H.2.647.
German (Pape)
[Seite 290] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Theogn. 736; Ep. ad. 313 (App. 372).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημοσύνη: ἡ, ἡ ἔλλειψις βλάβης, ἀβλάβεια, Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προσθήκη) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 absence de souffrance;
2 innocuité.
Étymologie: ἀπήμων.
Greek Monolingual
ἀπημοσύνη, η (Α)
1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια, ακεραιότητα
2. αθωότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημονή, παράλληλος τ. της λ. πήμα].
Greek Monotonic
ἀπημοσύνη: ἡ (ἀπήμων), έλλειψη βλάβης, ακεραιότητα, υγεία, σε Θεόγν.