κατάδρυμμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάδρυμμα]], τὸ (Α) [[καταδρύπτω]]<br />[[σπάραγμα]], ξέσχισμα.
|mltxt=[[κατάδρυμμα]], τὸ (Α) [[καταδρύπτω]]<br />[[σπάραγμα]], ξέσχισμα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάδρυμμα:''' -ατος, τό, [[σχίσιμο]], [[κομμάτιασμα]] ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδρυμμα Medium diacritics: κατάδρυμμα Low diacritics: κατάδρυμμα Capitals: ΚΑΤΑΔΡΥΜΜΑ
Transliteration A: katádrymma Transliteration B: katadrymma Transliteration C: katadrymma Beta Code: kata/drumma

English (LSJ)

ατος, τό, (καταδρύπτω)

   A tearing, rending, σαρκῶν . . καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.

German (Pape)

[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déchirure, écorchure, égratignure.
Étymologie: καταδρύπτω.

Greek Monolingual

κατάδρυμμα, τὸ (Α) καταδρύπτω
σπάραγμα, ξέσχισμα.

Greek Monotonic

κατάδρυμμα: -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.