καλοπέδιλα: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλοπέδιλα]], τὰ (Α)<br />ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας [[κατά]] την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]], <i>τὸ</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πέδιλα</i>, πληθ. του [[πέδιλον]], <i>τὸ</i>].
|mltxt=[[καλοπέδιλα]], τὰ (Α)<br />ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας [[κατά]] την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]], <i>τὸ</i> «[[ξύλο]]» <span style="color: red;">+</span> <i>πέδιλα</i>, πληθ. του [[πέδιλον]], <i>τὸ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾱλοπέδῑλα:''' τά ([[κᾶλον]]), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την [[αγελάδα]] ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλοπέδῑλα Medium diacritics: καλοπέδιλα Low diacritics: καλοπέδιλα Capitals: ΚΑΛΟΠΕΔΙΛΑ
Transliteration A: kalopédila Transliteration B: kalopedila Transliteration C: kalopedila Beta Code: kalope/dila

English (LSJ)

τά, (κᾶλον)

   A wooden shoes, prob. a hobble tied to a cow's legs to keep her still while milking, Theoc.25.103.

German (Pape)

[Seite 1313] τά, Holzschuhe, Theocr. 25, 103, nicht schöne Schuhe.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοπέδῑλα: τά, (κᾶλον) ξύλινα πέδιλα, ἦσαν δὲ ταῦτα πιθ. τεμάχια ξύλου ἅπερ ἔδενον εἰς τοὺς πόδας τῆς ἀγελάδος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀμέλξεως ὅπως μὴ κινῆται, ἀλλ’ ὃ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι καλοπέδιλ’ ἀράρισκε παρασταδὸν ἐγγὺς ἀμέλγειν Θεόκρ. 25.103 (ἐν ἐκδ. Ahrens: κωλοπέδας ἀράρισκε περισταδόν, ἐγγὺς ἀπέργων).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
chaussures de bois, sabots, galoches.
Étymologie: κᾶλον, πέδιλον.

Greek Monolingual

καλοπέδιλα, τὰ (Α)
ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας κατά την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. του πέδιλον, τὸ].

Greek Monotonic

κᾱλοπέδῑλα: τά (κᾶλον), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την αγελάδα ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.