κατασθμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασθμαίνω]] (Α)<br />[[παλεύω]] [[εναντίον]] κάποιου ασθμαίνοντας («[[ἵππος]] χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[κατασθμαίνω]] (Α)<br />[[παλεύω]] [[εναντίον]] κάποιου ασθμαίνοντας («[[ἵππος]] χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασθμαίνω:''' [[αγωνίζομαι]] ασθμαίνοντας ενάντια σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.
German (Pape)
[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
Greek (Liddell-Scott)
κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.
French (Bailly abrégé)
renacler contre en parl. d’un cheval ; s’irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.
Greek Monolingual
κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.