ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]] πάνω από, [[υπερπηδώ]] εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.
French (Bailly abrégé)
descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go down over, surmount. (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ καταβαίνω
κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ὑπερκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω πάνω από, υπερπηδώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.