ἀπόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_12)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόγαιος''': ἰδὲ [[ἀπόγειος]].
|lstext='''ἀπόγαιος''': ἰδὲ [[ἀπόγειος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγαιος Medium diacritics: ἀπόγαιος Low diacritics: απόγαιος Capitals: ΑΠΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: apógaios Transliteration B: apogaios Transliteration C: apogaios Beta Code: a)po/gaios

English (LSJ)

   A v. ἀπόγειος.

German (Pape)

[Seite 298] (γῆ), vom Lande her kommend, ἄνεμος, Landwind, Strab.; Dio Chrys. II, 51; τὸ ἀπόγαιον, 1) ein Tau, das Schiff am Lande festzubinden, Pol. 33, 7. – 2) sc. διάστημα, die größte Erdferne der Planeten, Astron. – S. ἀπόγειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγαιος: ἰδὲ ἀπόγειος.

Greek Monotonic

ἀπόγαιος: ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την ξηρά· ἀπόγειον ή ἀπόγαιον, τό, χοντρό σκοινί, παλαμάρι, μέσω του οποίου το πλοίο προσδένεται στην ξηρά, σε Λουκ.