ἄρρατος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρρατος]], -ον (Α)<br />ο [[σκληρός]], ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fρᾰτ</i>-<i>ος</i>. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. [[ρίζα]] <i>wert</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» και συνδέεται με το λατ. <i>vert</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ρτάνᾱν</i> «[[κουτάλι]]»)].
|mltxt=[[ἄρρατος]], -ον (Α)<br />ο [[σκληρός]], ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fρᾰτ</i>-<i>ος</i>. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. [[ρίζα]] <i>wert</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» και συνδέεται με το λατ. <i>vert</i><i>ō</i> «[[στρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ρτάνᾱν</i> «[[κουτάλι]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρρατος:''' -ον ([[ῥαίω]]), γερός, [[σκληρός]], [[στερεός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρᾱτος Medium diacritics: ἄρρατος Low diacritics: άρρατος Capitals: ΑΡΡΑΤΟΣ
Transliteration A: árratos Transliteration B: arratos Transliteration C: arratos Beta Code: a)/rratos

English (LSJ)

ον,

   A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.

Spanish (DGE)

(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.

• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.

Greek Monolingual

ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].

Greek Monotonic

ἄρρατος: -ον (ῥαίω), γερός, σκληρός, στερεός, σε Πλάτ.