ἀσπιστής: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(big3_7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσπιστάς E.<i>Io</i> 198<br /><b class="num">1</b> [[guerrero armado con escudo]] ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων <i>Il</i>.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155, ἀ. Ἰόλαος E.l.c., σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς E.<i>IA</i> 1069, στρατὸς ἀσπιστάων Orác. en Paus.4.32.5.<br /><b class="num">2</b> adj. [[portador de escudo]] κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν <i>Il</i>.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490<br /><b class="num">•</b>[[consistente en escudos]] μόχθους ἀσπιστάς E.<i>El</i>.443. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσπιστάς E.<i>Io</i> 198<br /><b class="num">1</b> [[guerrero armado con escudo]] ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων <i>Il</i>.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155, ἀ. Ἰόλαος E.l.c., σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς E.<i>IA</i> 1069, στρατὸς ἀσπιστάων Orác. en Paus.4.32.5.<br /><b class="num">2</b> adj. [[portador de escudo]] κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν <i>Il</i>.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490<br /><b class="num">•</b>[[consistente en escudos]] μόχθους ἀσπιστάς E.<i>El</i>.443. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσπιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος με [[ασπίδα]], [[πολεμιστής]], γεν. πληθ. <i>ἀσπιστάων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., <i>ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων</i>, δηλ. η [[ασπίδα]] του Αχιλλέα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one armed with a shield, warrior, Hom. (in Il.) always in gen. pl. ἀσπιστάων, Il.4.90, al.:—as Adj., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, i.e. the shield of Achilles, E.El.444 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, mit einem Schilde versehen; Hom. ἀσπιστάων Versende Iliad. 4, 90. 201. 221. 5, 577. 8, 155. 214. 11, 412. 13, 680. 16, 490. 541. 593; auch sonst bei Dichtern, ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων Eur. El. 444, Schildwerk der Waffen, d. i. Waffen, deren Hauptstück der Schild war.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ δι’ ἀσπίδος ὡπλισμένος, πολεμιστής, Ὅμ. (ἐν. Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ γεν. πληθ. ἀσπιστάων Ἰλ. Δ. 90, κτλ.· ὡς ἐπίθ., Νηρῇδες δ’ Εὐβοῖδας ἀκτὰς λιποῦσαι Ἡφαίστου χρυσέων ἀκμόνων μόχθους ἀσπιστὰς ἔφερον τευχέων, περὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως ἣν περιγράφει ὁ Ὅμηρος, Εὐρ. Ἡλ. 443.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
English (Autenrieth)
= ἀσπιδιώτης, only pl., warriors. (Il.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀσπιστάς E.Io 198
1 guerrero armado con escudo ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων Il.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155, ἀ. Ἰόλαος E.l.c., σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς E.IA 1069, στρατὸς ἀσπιστάων Orác. en Paus.4.32.5.
2 adj. portador de escudo κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν Il.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490
•consistente en escudos μόχθους ἀσπιστάς E.El.443.
Greek Monotonic
ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος με ασπίδα, πολεμιστής, γεν. πληθ. ἀσπιστάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, δηλ. η ασπίδα του Αχιλλέα, σε Ευρ.