ἀφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(big3_8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀφράσμων]] A.<i>A</i>.1401<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> [[insensato]], [[loco]] ἄνθρωποι <i>h.Cer</i>.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin lógica]] Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno</i> A.<i>Pers</i>.417.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀφράσμων]] A.<i>A</i>.1401<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> [[insensato]], [[loco]] ἄνθρωποι <i>h.Cer</i>.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin lógica]] Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno</i> A.<i>Pers</i>.417.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφράδμων:''' -ον, γεν. -ονος = [[ἀφραδής]], αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδμων Medium diacritics: ἀφράδμων Low diacritics: αφράδμων Capitals: ΑΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: aphrádmōn Transliteration B: aphradmōn Transliteration C: afradmon Beta Code: a)fra/dmwn

English (LSJ)

in Trag. ἀφράσμων, ον, gen. ονος,

   A = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.

German (Pape)

[Seite 414] ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφράδμων: Ἀττ. ἀφράσμων, ον, γεν. -ονος, = ἀφραδής, μετ’ ἀπαρ., ἀφράδμων προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν ὥστε νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀφραδής.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀφράσμων A.A.1401

• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 insensato, loco ἄνθρωποι h.Cer.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.
2 adv. -ως sin lógica Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno A.Pers.417.

Greek Monotonic

ἀφράδμων: -ον, γεν. -ονος = ἀφραδής, αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.