αὐθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐθαδίζομαι]] (Α) [[αυθάδης]]<br />αυθαδιάζω.
|mltxt=[[αὐθαδίζομαι]] (Α) [[αυθάδης]]<br />αυθαδιάζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθᾱδίζομαι:''' αποθ., είμαι [[αυθάδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαδίζομαι Medium diacritics: αὐθαδίζομαι Low diacritics: αυθαδίζομαι Capitals: ΑΥΘΑΔΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: authadízomai Transliteration B: authadizomai Transliteration C: afthadizomai Beta Code: au)qadi/zomai

English (LSJ)

aor.

   A -ισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être présomptueux ou arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.Arc.14.5
c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.

Greek Monolingual

αὐθαδίζομαι (Α) αυθάδης
αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

αὐθᾱδίζομαι: αποθ., είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Πλάτ.