ἀρτιμαθής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιμαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε [[κάτι]] [[πριν]] λίγο<br /><b>2.</b> ο [[πρωτάρης]], αυτός που μαθαίνει [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]].
|mltxt=[[ἀρτιμαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε [[κάτι]] [[πριν]] λίγο<br /><b>2.</b> ο [[πρωτάρης]], αυτός που μαθαίνει [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιμᾰθής:''' -ές ([[μαθεῖν]]), αυτός που [[μόλις]] έχει μάθει [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιμᾰθής Medium diacritics: ἀρτιμαθής Low diacritics: αρτιμαθής Capitals: ΑΡΤΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: artimathḗs Transliteration B: artimathēs Transliteration C: artimathis Beta Code: a)rtimaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A having just learnt, κακῶν E.Hec.687; λογικῆς θεωρίας Gal.11.466: abs., beginner, Sor.1.4, cf. Longus 3.20.

German (Pape)

[Seite 362] ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιμᾰθής: -ές, ὁ ἄρτι μαθών τι, ἀρτιμαθὴς κακῶν Εὐρ. Ἐκ. 687· ἀπολ., Λόγγ. 3. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui vient d’apprendre, gén..
Étymologie: ἄρτι, μανθάνω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐμᾰθής) -ές
1 recién aprendido νόμος E.Hec.687, σελίδες SEG 28.541.16 (Macedonia, heleníst.).
2 de pers. principiante A.D.Synt.29.4, cf. Longus 3.20, Sor.5.6
c. gen. λογικῆς θεωρίας Gal.11.466
poco instruido Didym.Gen.246.5.

Greek Monolingual

ἀρτιμαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο
2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μαθής < μανθάνω.

Greek Monotonic

ἀρτιμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που μόλις έχει μάθει κάτι, με γεν., σε Ευρ.