αὐτοψία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[αὐτοψία]]) [[αυτόπτης]]<br />το να βλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική, επιστάμενη [[παρατήρηση]] ή [[εξέταση]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> ο [[εκστατικός]] [[οραματισμός]] του Θεού.
|mltxt=η (AM [[αὐτοψία]]) [[αυτόπτης]]<br />το να βλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική, επιστάμενη [[παρατήρηση]] ή [[εξέταση]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> ο [[εκστατικός]] [[οραματισμός]] του Θεού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοψία:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), το να βλέπει [[κάποιος]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του μάτια, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοψία Medium diacritics: αὐτοψία Low diacritics: αυτοψία Capitals: ΑΥΤΟΨΙΑ
Transliteration A: autopsía Transliteration B: autopsia Transliteration C: aftopsia Beta Code: au)toyi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A seeing with one's own eyes, Dsc. Praef.5, PTeb.286.20 (ii A. D.), Luc.Syr.D.1; in Medic., as t.t. of the Empiric school, Gal.1.67; ἐπὶ τῆς αὐ. SIG827 D 4 (Delph., ii A. D.), cf. POxy.1272.19 (ii A. D.); ἐπὶ τὴν αὐ. ἐλθεῖν IG9(1).61.17.    II supernatural manifestation, vision, Procl.in Alc.p.92 C. (pl.), Iamb.Myst.2.4 (pl.), 7.3 (pl.); [δαίμων] κληθεὶς εἰς αὐ. Porph. Plot.10, cf. Dam.Isid.13 (pl.); opp. ὄνειρος, Ps.-Callisth.1.6; magical operation for the production of such a manifestation (αὐθ.), PMag.Par.1.950, P Mag.Leid.W.16.38.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοψία: ἡ, τὸ ἰδίοις ὄμμασι βλέπειν τι, Διοσκ. προοίμ., Λουκ. π. Συρ. Θ. 1· ἐκ τῆς αὐτοψίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1711Α. 4· ἐπὶ τὴν αὐτ. ἐλθεῖν αὐτόθι 1732a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de voir de ses propres yeux.
Étymologie: αὔτοπτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.950
I 1estudio, examen u observación personal τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.Syr.D.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa, FD 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo, IG 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal, POxy.1272.19 (II d.C.), cf. PTeb.286.20 (II d.C.), PLeit.16.26, PCair.Isidor.66.6 (III d.C.).
2 medic. inspección ocular τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, αὐτοψία, τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.
II 1visión sobrenatural Procl.in Alc.92, Iambl.Myst.2.4, 7.3, (δαίμων) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.Plot.10, cf. Dam.Isid.13
op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.
2 acción mágica para provocar una visión sobrenatural, PMag.l.c., 13.734.

Greek Monolingual

η (AM αὐτοψία) αυτόπτης
το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια
νεοελλ.
1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση
2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή
μσν.
θεολ. ο εκστατικός οραματισμός του Θεού.

Greek Monotonic

αὐτοψία: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), το να βλέπει κάποιος κάτι με τα ίδια του μάτια, σε Λουκ.