ἀρρώστημα: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρώστημα]], το (AM) [[αρρωστώ]]<br /><b>1.</b> η [[ασθένεια]], η [[αρρώστια]]<br /><b>2.</b> η [[ηθική]] [[αδυναμία]], το [[ελάττωμα]]. | |mltxt=[[ἀρρώστημα]], το (AM) [[αρρωστώ]]<br /><b>1.</b> η [[ασθένεια]], η [[αρρώστια]]<br /><b>2.</b> η [[ηθική]] [[αδυναμία]], το [[ελάττωμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρρώστημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[ασθένεια]], [[αρρώστια]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηθική]] [[αδυναμία]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A illness, sickness, Hp.Flat.9, D.2.21, 26.26, Arist.PA671b9: pl., of epidemics, SIG943.6 (Cos, iii B.C.). 2 moral infirmity, Plu.Nic.28. 3 Stoic, = νόσημα (of σῶμα or ψυχή) μετ' ἀσθενείας συμβαῖνον, Stoic.3.103, cf. Chrysipp.ib.121.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρώστημα: τό, ἀσθένεια, ἀρρωστία, νόσος, Ἱππ. 298. 40, Δημ. 24. 5, πρβλ. 808. 14. 2) ἠθικὴ ἀδυναμία, Πλουτ. Νικ. 28· ― ὡς Στωϊκὸς ὅρος, ἡ ἀτέλεια πάντων πλὴν τῶν φιλοσόφων, Κικ. Tusc. 4. 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 faiblesse, maladie;
2 infirmité morale.
Étymologie: ἀρρωστέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 enfermedad τῶν δ' ἄλλων ἀρρωστημάτων Hp.Flat.9, ἐπὰν δ' ἀρρώστημά τι συμβῇ D.2.21, cf. Hyp.Ath.15, τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς σώμασιν ἀρρωστήματα D.26.26, τὰ πλεῖστα δὲ ἅπασιν ἀρρωστήματ' ἐκ λύπης σχεδόν ἐστιν Men.Asp.337, ἔστι γὰρ καὶ τῷ σώματι ἀσθενέσ[τερος] διὰ τὸ ἐν ἀρρωστήματι εἶναι PCair.Zen.42.5 (III a.C.), τὸ γὰρ ἀρρώστημά ἐστι νόσημα μετ' ἀσθενείας D.L.7.115, cf. Aristaenet.1.13.16, D.C.77.15.3, Orib.4.8.18, Iambl.VP 164.
2 debilidad moral, vicio μικρολογίαν τινὰ καὶ πλεονεξίαν κατεγνωκότες, ἀρρώστημα πατρῷον Plu.Nic.28, τῶν δὲ τῆς ψυχῆς ἀρρωστημάτων Plu.2.7d, Ph.1.631, δεκαρχιῶν καὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ τίνων ἄλλων τοιούτων ἀρρωστημάτων D.Chr.36.31, τὰ τῆς πόλεως ἀρρωστήματα D.Chr.32.7.
Greek Monolingual
ἀρρώστημα, το (AM) αρρωστώ
1. η ασθένεια, η αρρώστια
2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα.
Greek Monotonic
ἀρρώστημα: -ατος, τό,
1. ασθένεια, αρρώστια, σε Δημ.
2. ηθική αδυναμία, σε Πλούτ.