βρισάρματος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρισάρματος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που πιέζει με το [[βάρος]] του το [[άρμα]], [[σπουδαίος]] [[αρματοδρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βρισ</i>- (αόρ. <i>έβρισα</i>) του ρ. [[βρίθω]] <span style="color: red;">+</span> [[άρμα]] (-<i>ατος</i>)].
|mltxt=[[βρισάρματος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που πιέζει με το [[βάρος]] του το [[άρμα]], [[σπουδαίος]] [[αρματοδρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βρισ</i>- (αόρ. <i>έβρισα</i>) του ρ. [[βρίθω]] <span style="color: red;">+</span> [[άρμα]] (-<i>ατος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρῑσάρμᾰτος:''' -ον ([[βρίθω]]), αυτός που πιέζει με το [[βάρος]] του το [[άρμα]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑσάρμᾰτος Medium diacritics: βρισάρματος Low diacritics: βρισάρματος Capitals: ΒΡΙΣΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: brisármatos Transliteration B: brisarmatos Transliteration C: vrisarmatos Beta Code: brisa/rmatos

English (LSJ)

ον, (βρίθω)

   A chariot-pressing, epith. of Ares, Hes.Sc. 441, h.Hom.8.1: [Θῆβαι] Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 ii 26.

German (Pape)

[Seite 464] Ἄρης, den Wagen belastend, Hes. Sc. 441; H. h. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

βρῑσάρματος: -ον, (βρίθω) ὁ βαρύνων, πιέζων ὑπὸ τὸ βάρος του τὸ ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 441, Ὕμν. Ὁμ. 7. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait plier un char sous son poids.
Étymologie: βρίθω, ἅρμα.

English (Slater)

βρῑσάρμᾰτος, ον
   1 powerful with its chariots (cf. βρίθω
   a) βρισαρμάτοις ο[ (sc. Θήβαις. fr. 323 huc revocavit Snell) Δ. 2. 26.

Spanish (DGE)

(βρῑσάρμᾰτος) -ον
1 que doblega con su peso los carros Ἄρης Hes.Sc.441, h.Hom.8.1.
2 abundante en carros Θῆβαι Pi.Fr.70b.26.

Greek Monolingual

βρισάρματος, -ον (Α)
εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ- (αόρ. έβρισα) του ρ. βρίθω + άρμα (-ατος)].

Greek Monotonic

βρῑσάρμᾰτος: -ον (βρίθω), αυτός που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σε Ησίοδ.