αὐτοσίδηρος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
}}
}}