αὐτοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[αὐτοσίδηρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] [[αὐτοσίδηρος]]» — [[μονομαχία]] με σιδερένιο [[σπαθί]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσίδηρος Medium diacritics: αὐτοσίδηρος Low diacritics: αυτοσίδηρος Capitals: ΑΥΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: autosídēros Transliteration B: autosidēros Transliteration C: aftosidiros Beta Code: au)tosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], Dor. -ᾱρος,, ον,

   A of sheeriron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.

Greek Monolingual

αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).

Greek Monotonic

αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.