βωμολοχεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βωμολοχεύομαι]] (Α) [[βωμολόχος]]<br />[[κάνω]] άσεμνα, αισχρά αστεία.
|mltxt=[[βωμολοχεύομαι]] (Α) [[βωμολόχος]]<br />[[κάνω]] άσεμνα, αισχρά αστεία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βωμολοχεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] πρόστυχες κολακείες, επιδίδομαι σε φαύλους αστεϊσμούς, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχεύομαι Medium diacritics: βωμολοχεύομαι Low diacritics: βωμολοχεύομαι Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: bōmolocheúomai Transliteration B: bōmolocheuomai Transliteration C: vomolocheyomai Beta Code: bwmoloxeu/omai

English (LSJ)

   A play the buffoon, indulge in ribaldry, Ar.Fr.166; opp. σεμνύνομαι, Isoc.7.49; play low tricks, in Music, Ar.Nu.969, Phld.Mus.p.94K.:—Act. in Hsch. s.v. Λέσβιος ᾠδός, Suid.

German (Pape)

[Seite 469] Possen treiben, Speichellecker sein, Ar. Nubb. 956; Ggstz σεμνύνομαι Isocr. 7, 49; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχεύομαι: μεταχειρίζομαι χαμερπῆ κολακείαν, λέγω φλυαρίας, τέρπομαι εἰς ἀπρεπῆ σκώμματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 212· ἀντίθ. τῷ σεμνύνομαι, Ἰσοκρ. 149D· ―ὡσαύτως ἐπὶ ἀθλίας μουσικῆς, ἴδε ἐν λ. βωμολόχος Ι. 2. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ., ἴδε Λέσβιος ᾠδός, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

faire le bouffon.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Hsch.s.u. Λέσβιος ᾠδός, Sud.s.u. Διονυσίων σκώμματα]
1 hacer bufonadas, burlarse χαριεντίζῃ καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύῃ bromeas, te burlas de nosotros y haces bufonadas Ar.Fr.171, σεμνύνεσθαι γὰρ ἐμελέτων, ἀλλ' οὐ βωμολοχεύεσθαι Isoc.7.49, cf. en v.act. Sud.l.c.
2 mús. hacer bufonadas, desafinar εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ' ἢ κάμψειέν τινα καμπήν si alguno de ellos desafinaba o realizaba alguna inflexión Ar.Nu.969, cf. Phld.Mus.4.25.34
en v.act. διαφθείρων τὴν μουσικὴν καὶ πρὸς τὸ βωμολοχεύειν τρέπων destrozando la música y aplicándose a desafinar Hsch.l.c.

Greek Monolingual

βωμολοχεύομαι (Α) βωμολόχος
κάνω άσεμνα, αισχρά αστεία.

Greek Monotonic

βωμολοχεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ πρόστυχες κολακείες, επιδίδομαι σε φαύλους αστεϊσμούς, σε Αριστοφ., Ισοκρ.