βροχετός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(big3_9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[lluvia]] τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν <i>AP</i> 6.21.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[lluvia]] τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν <i>AP</i> 6.21.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βροχετός:''' ὁ ([[βρέχω]]), [[βροχή]], [[υγρασία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχετός Medium diacritics: βροχετός Low diacritics: βροχετός Capitals: ΒΡΟΧΕΤΟΣ
Transliteration A: brochetós Transliteration B: brochetos Transliteration C: vrochetos Beta Code: broxeto/s

English (LSJ)

ὁ, (βρέχω)

   A wetting, rain, AP6.21.3.

German (Pape)

[Seite 465] ὁ, Regen, Ep. ad. 176 (VI, 21).

Greek (Liddell-Scott)

βροχετός: ὁ, (βρέχω) ὑγρασία, βροχή, Ἀνθ.II. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pluie.
Étymologie: βρέχω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lluvia τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν AP 6.21.

Greek Monotonic

βροχετός: ὁ (βρέχω), βροχή, υγρασία, σε Καινή Διαθήκη