ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσφακελίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα [[μέλη]] μου<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφακελίζω]] «[[υποφέρω]] από [[γάγγραινα]]»].
|mltxt=[[ἀποσφακελίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παθαίνω]] κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα [[μέλη]] μου<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφακελίζω]] «[[υποφέρω]] από [[γάγγραινα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσφᾰκελίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]] εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από [[γάγγραινα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, [[σφαδάζω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφᾰκελίζω Medium diacritics: ἀποσφακελίζω Low diacritics: αποσφακελίζω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΚΕΛΙΖΩ
Transliteration A: aposphakelízō Transliteration B: aposphakelizō Transliteration C: aposfakelizo Beta Code: a)posfakeli/zw

English (LSJ)

   A to have one's limbs frost-bitten and mortified, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀ. Hdt.4.28, cf. Ar.Fr.424.    II fall into convulsions, Plu.Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 328] den kalten Brand, erfrorne Glieder bekommen, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες Her. 4, 28; Plut. Lyc. 16; val. B. A. 422, wo es aus Ar. auch ἀπεσπάσθη erkl. wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφᾰκελίζω: ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ ἀποθνήσκω, ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. σφάκελος.

French (Bailly abrégé)

1 se gangrener;
2 être épileptique.
Étymologie: ἀπό, σφακελίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποσφᾰκελίζω) 1 padecer gangrena por congelación ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Hdt.4.28, s. cont. en Ar.Fr.436.
2 sufrir convulsiones Plu.Lyc.16.

Greek Monolingual

ἀποσφακελίζω (Α)
1. παθαίνω κρυοπαγήματα και απονεκρώνονται τα μέλη μου
2. καταλαμβάνομαι ή κατέχομαι από σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + σφακελίζω «υποφέρω από γάγγραινα»].

Greek Monotonic

ἀποσφᾰκελίζω: μέλ. -σω·
I. πεθαίνω εξαιτίας της απονέκρωσης των μελών μου από γάγγραινα, σε Ηρόδ.
II. καταλαμβάνομαι από σφαδασμούς, σφαδάζω, σε Πλούτ.