γενειάζω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γενειάζω]])<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]], [[βγάζω]] γένια<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε αντρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γένυς]]<br />δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. [[γενειάς]].
|mltxt=(AM [[γενειάζω]])<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]], [[βγάζω]] γένια<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] σε αντρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γένυς]]<br />δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. [[γενειάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενειάζω:''' Δωρ. -άσδω = [[γενειάω]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενειάζω Medium diacritics: γενειάζω Low diacritics: γενειάζω Capitals: ΓΕΝΕΙΑΖΩ
Transliteration A: geneiázō Transliteration B: geneiazō Transliteration C: geneiazo Beta Code: geneia/zw

English (LSJ)

Dor. γενει-άσδω, (γένειον)

   A get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.); ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): pf. γεγενείακα Philem.15.

German (Pape)

[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάζω: Δωρ. –άσδω, (γένειον)·- προσκτῶμαι γένεια, φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. γενειάω, γενειάσκω.

French (Bailly abrégé)

commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γενειάς.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. γενειάσδω Theoc.11.9
echar barba, ἄρτι γενειάσδων habiendo empezado hace poco a tener barba Theoc.l.c., cf. Philem.14, D.H.1.76, AP 12.12 (Stat.Flacc.), IApameia 28.1 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

(AM γενειάζω)
1. αποκτώ, βγάζω γένια
2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς
δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς.

Greek Monotonic

γενειάζω: Δωρ. -άσδω = γενειάω, σε Θεόκρ.