γαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α)<br />αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]], το [[καύχημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γαυρούμαι</i><br />το ενεργητικό μεταβιβαστικό [[γαυρώ]] [[είναι]] μεταγενέστερο].
|mltxt=το (Α)<br />αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]], το [[καύχημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γαυρούμαι</i><br />το ενεργητικό μεταβιβαστικό [[γαυρώ]] [[είναι]] μεταγενέστερο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαύρωμα:''' τό ([[γαυρόομαι]]), [[αιτία]] υπερηφάνειας, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαύρωμα Medium diacritics: γαύρωμα Low diacritics: γαύρωμα Capitals: ΓΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: gaúrōma Transliteration B: gaurōma Transliteration C: gayroma Beta Code: gau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.

German (Pape)

[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.

Greek (Liddell-Scott)

γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.

Greek Monolingual

το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.