Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γομφοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] συναρμολογημένος με καρφιά<br /><b>2.</b> (για τις λέξεις) [[πολυσύνθετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόμφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>παγ</i>-, <i>επάγην</i> (<b>βλ.</b> [[πήγνυμι]])].
|mltxt=-ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] συναρμολογημένος με καρφιά<br /><b>2.</b> (για τις λέξεις) [[πολυσύνθετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόμφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>παγ</i>-, <i>επάγην</i> (<b>βλ.</b> [[πήγνυμι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γομφοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι [[καλά]] συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφοπᾰγής Medium diacritics: γομφοπαγής Low diacritics: γομφοπαγής Capitals: ΓΟΜΦΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gomphopagḗs Transliteration B: gomphopagēs Transliteration C: gomfopagis Beta Code: gomfopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.

German (Pape)

[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.

Greek (Liddell-Scott)

γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.

Spanish (DGE)

(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.

Greek Monolingual

-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].

Greek Monotonic

γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.