γυρός: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[στρογγυλός]], κεκκαμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γυρός]] ανάγεται σε ΙΕ <i>gu</i>-<i>r</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ū</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]» (<i>πρδλ</i>. [[γύαλον]]) με [[παρέκταση]] σε -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>kur</i>-<i>n</i> «[[ράχη]]», <i>kor</i> «κυρτωμένος»). | |mltxt=[[γυρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[στρογγυλός]], κεκκαμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γυρός]] ανάγεται σε ΙΕ <i>gu</i>-<i>r</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><i>ū</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]» (<i>πρδλ</i>. [[γύαλον]]) με [[παρέκταση]] σε -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>kur</i>-<i>n</i> «[[ράχη]]», <i>kor</i> «κυρτωμένος»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γῡρός:''' -ά, -όν, [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]]· <i>γυρὸς ἐν ὤμοισι</i>, αυτός που έχει στρογγυλούς ώμους, [[κυφός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: Comp. -ότερος Ael.NA4.34.
German (Pape)
[Seite 512] (entstanden aus γυαρός, verwandt γύης, γύαλον, γυῖα), gebogen, rund; Hom. einmal, Odyss. 19, 246 γυρὸς ἐν ὤμοισιν, rund in den Schultern, von runden Schultern, schwerlich tadelnd = bucklig; – sp. D.; γυρὰ νῶτα σφαίρας Synes. 1 (App. 92); γυρὰ χελιδὼν οἰκία πλάσσει Antip. Sid. 37 (X, 2); κέρας ταύρου Eryc. 3 (VI, 255); κόνις, Grabhügel, Apollonds. 29 (VII, 180); Ael. H. A. 14, 8 ὀδόντες; vgl. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρός: -ά, -όν, στρογγύλος, γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, κυφός, Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
arrondi, rond;
Cp. γυρότερος.
Étymologie: DELG cf. γύαλον.
Spanish (DGE)
(γῡρός) -ά, -όν
• Alolema(s): fem. -ή AP 7.180 (Apollonid.); γορός Hsch.
1 curvo, encorvado, arqueadoref. un anciano γ. ἐν ὤμοισιν Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29 (Andros), Hsch., λέων Ael.NA 4.34, κέρας AP 6.255 (Eryc.), ἄγκιστρα AP 6.28 (Iul.Aegypt.)
•subst. τὸ γυρόν curvatura Vett.Val.104.21.
2 que describe una curva como pred. en círculo, alrededor ἀμφὶ δ' ἔμ' ὤλισθεν γ. κόνις AP l.c.
•agon. γυρὰ πάλη n. que recibe un tipo de lucha que hace curvarse los cuerpos, Philostr.Gym.11.
• Etimología: De *geHu̯ en grado ø y ū, cf. γύης.
Greek Monolingual
γυρός, -ά, -όν (Α)
στρογγυλός, κεκκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρός ανάγεται σε ΙΕ gu-r- < gū- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρδλ. γύαλον) με παρέκταση σε -ρ- (πρβλ. αρμ. kur-n «ράχη», kor «κυρτωμένος»).
Greek Monotonic
γῡρός: -ά, -όν, κυκλικός, στρογγυλός· γυρὸς ἐν ὤμοισι, αυτός που έχει στρογγυλούς ώμους, κυφός, σε Ομήρ. Οδ.