δεῦμα: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(6_5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεῦμα''': -ατος, τό, ([[δεύω]]) τὸ ὑγρόν, δεύματα [[κρεῶν]], βραστὸν [[κρέας]], ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.
|lstext='''δεῦμα''': -ατος, τό, ([[δεύω]]) τὸ ὑγρόν, δεύματα [[κρεῶν]], βραστὸν [[κρέας]], ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεῦμα:''' -ατος, τό ([[δεύω]]), αυτό που είναι βρεγμένο, [[μούσκεμα]], [[δεύματα]] [[κρεῶν]], βραστό [[κρέας]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῦμα Medium diacritics: δεῦμα Low diacritics: δεύμα Capitals: ΔΕΥΜΑ
Transliteration A: deûma Transliteration B: deuma Transliteration C: deyma Beta Code: deu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δεύω A)

   A that which is steeped, seethed, δεύματα κρεῶν boiled flesh, dub. in Pi.O.1.50; cf. δεύτατος.

German (Pape)

[Seite 552] τό, das Benetzte, κρεῶν, eine künstlich zubereitete Fleischspeise, Pind. Ol. 1, 50.

Greek (Liddell-Scott)

δεῦμα: -ατος, τό, (δεύω) τὸ ὑγρόν, δεύματα κρεῶν, βραστὸν κρέας, ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.

Greek Monotonic

δεῦμα: -ατος, τό (δεύω), αυτό που είναι βρεγμένο, μούσκεμα, δεύματα κρεῶν, βραστό κρέας, σε Πίνδ.