διαγλάφω: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαγλάφω]] (Α) [[γλάφω]]<br />[[σκάβω]], [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]]. | |mltxt=[[διαγλάφω]] (Α) [[γλάφω]]<br />[[σκάβω]], [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαγλάφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]], κάνω [[κάτι]] κοίλο, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ]
A scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. -γνάψ-) Od.4.438.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.
French (Bailly abrégé)
ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.
English (Autenrieth)
aor. part. διαγλάψᾶσα: scoop out, Od. 4.438†.
Spanish (DGE)
excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.
Greek Monolingual
διαγλάφω (Α) γλάφω
σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα.
Greek Monotonic
διαγλάφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, σκάβω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ομήρ. Οδ.